αμαχεύω

αμαχεύω
[αμάχη]
1. δημιουργώ αμάχη ανάμεσα σε δύο ή περισσότερα πρόσωπα, τούς κάνω εχθρούς τον ένα με τον άλλο
2. έχω αμάχη με κάποιον, τόν μισώ
3. βάζω κάτι ενέχυρο, υποθηκεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αμάχη — η 1. έχθρα, μίσος, απέχθεια, εμπάθεια 2. το αμάχι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < α προθετ. + αρχ. μάχη πιθ. με επίδραση τού αντιθέτου αγάπη. ΠΑΡ. αμαχεύω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”